- τηλεθόωσαν
- τηλεθάωluxuriantpres part act fem acc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλεθάω — Α 1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ. β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ. γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῑδας...τηλεθάοντας», Ομ.… … Dictionary of Greek